υπερβάλλω

υπερβάλλω
(αόρ. υπερέβαλα и υπερέβαλαν, παθ. αόρ. υπερεβλήθην) μετ
1) быть выше, превосходить;

τούς υπερβάλλω

δλους превосходить всех; быть лучше всех;

υπερβάλλω εμαυτόν — превзойти самого себя;

2) преувеличивать, утрировать;

μην υπερβάλλεις τα πράγματα — или μην τα υπερβάλλεις1 — не преувеличивай, пожалуйста!;

πολύ τα υπερβάλλεις — ты слишком преувеличиваешь;

3) переваливать;
η σελήνη υπερέβαλε τάς βουνοκορυφάς луни перевалила через хребет

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "υπερβάλλω" в других словарях:

  • υπερβάλλω — ὑπερβάλλω ΝΜΑ [βάλλω] 1. υπερβαίνω, υπερέχω, είμαι ανώτερος από κάποιον, ξεπερνώ κάποιον (α. «υπερβάλλει τους συναδέλφους του σε αποδοτικότητα» β. «μήτ ἄρ ὑπερβάλλων βοὸς ὁπλὴν μήτ ἀπολείπων», Ησίοδ.) 2. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) υπερβάλλων, ουσα …   Dictionary of Greek

  • υπερβάλλω — υπερβάλλω, υπερέβαλα βλ. πίν. 146 Σημειώσεις: υπερβάλλω : η λόγια μτχ. ενεστώτα έχει επιβιώσει σε εκφρ. όπως: υπερβάλλων υπερβολικός) ζήλος …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ὑπερβάλλω — throw over pres subj act 1st sg ὑπερβάλλω throw over pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερβάλλω — υπέρβαλα 1. υπερνικώ, υπερτερώ, υπερέχω, πλεονεκτώ: Υπερβάλλει όλους σε εργατικότητα. 2. μεγαλοποιώ, παρασταίνω κάτι υπερβολικά, τα παραλέω: Έτσι όπως τα λες, υπερβάλλεις. 3. το ουδ. μτχ. ως ουσ., υπερβάλλον το πλεόνασμα, το περίσσεμα: Το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπερβάλησθε — ὑπερβάλλω throw over aor subj mp 2nd pl ὑπερβάλλω throw over aor subj act 2nd pl (epic) ὑπερβά̱λησθε , ὑπερβάλλω throw over aor subj mid 2nd pl (doric) ὑπερβά̱λησθε , ὑπερβάλλω throw over aor subj act 2nd pl (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερβάλῃ — ὑπερβάλλω throw over aor subj mp 2nd sg ὑπερβάλλω throw over aor subj act 3rd sg ὑπερβά̱λῃ , ὑπερβάλλω throw over aor subj mid 2nd sg (doric) ὑπερβά̱λῃ , ὑπερβάλλω throw over aor subj act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερβαλοῦσι — ὑπερβάλλω throw over aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὑπερβάλλω throw over fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) ὑπερβάλλω throw over fut ind act 3rd pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερβαλοῦσιν — ὑπερβάλλω throw over aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὑπερβάλλω throw over fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) ὑπερβάλλω throw over fut ind act 3rd pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερβάλλεσθε — ὑπερβάλλω throw over pres imperat mp 2nd pl ὑπερβάλλω throw over pres ind mp 2nd pl ὑπερβάλλω throw over imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερβάλλετε — ὑπερβάλλω throw over pres imperat act 2nd pl ὑπερβάλλω throw over pres ind act 2nd pl ὑπερβάλλω throw over imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπερβάλλῃ — ὑπερβάλλω throw over pres subj mp 2nd sg ὑπερβάλλω throw over pres ind mp 2nd sg ὑπερβάλλω throw over pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»